Έτσι παρουσιάζεται η ευκαιρία για μια διαφωτιστική, συνολική συζήτηση με τη νεαρή ιδιοκτήτρια περί του τι εστί σήμερα έργο τέχνης.
Αφού το ευκαιριακό, η συχνά μονοσήμαντη αναζήτηση της καινοτομίας, νέων και ελκυστικών εκφραστικών μέσων αλλά και η παράμετρος politically correct ενίοτε θολώνουν τα όρια μεταξύ καλλιτεχνικού έργου και τυχάρπαστης εφαρμογής.
Στα εγκαίνια του χώρου πριν από δύο μήνες παρουσιάστηκε το έργο Headshots, a work in situ το οποίο ο αμερικανός εικαστικός δημιούργησε ειδικά για τον The Intermission (όπως υπονοεί και ο τίτλος).
Παρά το νεαρό της ηλικίας της, η Άρτεμις Μπαλτογιάννη αποδεικνύει βαθειά γνώση και αντίληψη για την καλλιτεχνική δημιουργία.
Ως επαγγελματίας εξάλλου παραμένει art advisor. Δηλαδή λειτουργεί ως σύμβουλος τέχνης διευκολύνoντας για τους διάφορους συλλέκτες ανά τον κόσμο στο περίπλοκο ταξίδι δημιουργίας της συλλογής τους.
Εξασφαλίζοντας ότι θα αποβεί “ασφαλές, ευχάριστο, παραγωγικό, πολυδιάστατο”.
Ο εκθεσιακός της χώρος αποτελεί απόρροια της διεθνούς δραστηριότητάς της, “ένα passion project το οποίο βέβαια θα έχει θετικά αποτελέσματα στη δουλειά μου, για τη βαθύτερη μόρφωσή μου, για την εμπειρία και την εμβάθυνση που θα μου προσφέρει αλλά και για τα καινούργια πελατολόγια και τις επαφές φυσικά”.
Και ίσως προσφέρει ένα απάγκιο ανάμεσα στα συνεχή ταξίδια της (“δηλαδή σκέφτομαι ότι θα μπω στο αεροπλάνο και με πιάνει απελπισία…”) αφού σε αυτό το χώρο εδράζει πλέον και το μόνιμο γραφείο της.
Νεοφυές μοντέλο
Λίγο πριν το ραντεβού στο χώρο, συλλέκτης και πρόσωπο επιφανές στην ελληνική κοινωνία αποκαλύπτει ότι έργο διεθνή καλλιτέχνη το οποίο είχε αγοράσει με τη μεσολάβησή της έναντι τριάντα χιλιάδων ευρώ, σήμερα πιάνει εβδομήντα. “Είναι πολύ σοβαρή στη δουλειά της”, προειδοποίησε.
Φτάνοντας στο λιμάνι του Πειραιά, ανάμεσα στα σιδηρουργεία όπου προσηλωμένοι εργάτες εκτελούν τα μαστορέματά τους, η εντελώς λιτή είσοδος του The Intermission δεν προϊδεάζει τον επισκέπτη ότι μπαίνοντας πρόκειται να ταξιδέψει ιδίοις όμμασι σε μία όαση αισθητική και εννοιολογική που έστησε η βερολινέζικη γκαλερί, ο εικαστικός και η Άρτεμις.
Ουσιαστικά σε αυτό το πρωτότυπο μοντέλο επιμελημένης φιλοξενίας θα στηριχτούν και όλες οι επόμενες εκθέσεις: Η Άρτεμις δηλαδή θα έρχεται σε επαφή με την εκάστοτε γκαλερί και μαζί θα επιλέγουν τον καλλιτέχνη.
Εκείνος εν συνεχεία δημιουργεί νέο έργο για τη φιλοξενία του στο The Intermission, που λειτουργεί ως έναυσμα, εφαλτήριο ή site specific εργαστήριο καλλιτεχνικής παραγωγής.
Έτσι, θα επιδιώκει διαρκώς νέες συνεργασίες σε ένα ελεύθερο, ευέλικτο πρόγραμμα: “Για τις γκαλερί το πρόγραμμα δημιουργείται από τους καλλιτέχνες που εκπροσωπεί και τις εκθέσεις που παρουσιάζει. Ανά τα χρόνια παγιώνονται συνεργασίες. Εμείς δεν επιδιώκουμε κάτι τέτοιο. Δεν θέλουμε να εκπροσωπήσουμε, δεν είμαστε ανταγωνιστικοί με τις γκαλερί, τις περιλαμβάνουμε στο πρόγραμμά μας και αυτό μας επιτρέπει άπειρες επιλογές”, εξηγεί η Άρτεμις.
Ενώ λοιπόν η ίδια λειτουργεί εντελώς non profit, αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τον όρο “μη κερδοσκοπικός οργανισμός”, εφόσον οι εκάστοτε φιλοξενούμενη γκαλερί θα δύναται να πουλήσει τα έργα του καλλιτέχνη. Και ακόμη σημαντικότερο: να χτίσει σχέσεις και πελατειακό δίκτυο με το ελληνικό κοινό.
Δύσκολα θα βρει κανείς ανάλογο χώρο με το The Intermission (υπήρχε η Rental Gallery στη Νέα Υόρκη αλλά σύντομα μετατράπηκε σε γκαλερί).
“Γνώριζα και μια κοπέλα στο Λος Άντζελες που ακολουθούσε παρόμοιο μοντέλο με τη διαφορά ότι εκείνη δεν επέλεγε, δεν έκανε programming. Ενώ εγώ επιλέγω, φτιάχνω το πρόγραμμα, και πολύ συγκεκριμένα επιλέγω καλλιτέχνες που θεωρώ σημαντικούς, που αξίζει να του γνωρίσει το ελληνικό κοινό”.
Ψηλά ο πήχης
Ο Τζον Νάιτ (John Knight) από το Λος Άντζελες πρώτη φορά έρχεται στην Ελλάδα και παρουσιάζει έργο του στη χώρα. Η Άρτεμις ανεβάζει τον πήχη ψηλά.
Ο Τζον Νάιτ διαχωρίζει την έννοια site specific και τάσσεται υπέρ του in situ δικαιολογώντας τη φήμη του ως σημαντικού (για ορισμένους μετά-) εννοιολογικού καλλιτέχνη διότι ο διαχωρισμός μοιάζει περισσότερο με κατασκεύασμα.
“Όπως εξήγησε ο ίδιος, site specific θα ορίζαμε το έργο του αν είχα μείνει εδώ για κάποιο καιρό, είχα δει τον Πειραιά, τα μηχανουργία, το λιομάνι και είχα δημιουργήσει ένα έργο γύρω από όλα αυτά”.
Αντιθέτως όσον αφορά το πρώτο έργο Headshots το οποίο δημιούργησε ειδικά για τα εγκαίνια του The Intermission στις αρχές Σεπτεμβρίου: “ο Νάιτ είχε τα στοιχεία του χώρου, τις διαστάσεις, τις φωτογραφίες, λίγα πράγματα για την περιοχή αλλά ουσιαστικά δημιούργησε ένα έργο το οποίο θα μπορούσε να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε άλλο μέρος”.
Δεν χρειάζεται εργαστήριο. “Το ότι δουλεύει in situ παραμένει το πιο σημαντικό στοιχείο της δουλειάς του Τζον από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα”, εξηγεί η Άρτεμις Μπαλτογιάννη.
Εξάλλου έχει σπουδάσει αρχιτέκτονας. “Τον ενδιέφερε πολύ η αρχιτεκτονική διαδικασία, στην αρχή πρότεινε να μην επέμβω καθόλου στο χώρο. Συνήθως δείχνει έργα τα οποία έχουν παρουσιαστεί και αλλού στο παρελθόν (όπως το world debt) ή νέες εγκαταστάσεις για νέους χώρους”.
Στο Headshots, είκοσι μεγάλα μπαλόνια στο χώρο στηρίζονταν στο έδαφος με βαρίδια (τα οποία αγόρασε στον Πειραιά) ώστε να μην φεύγουν σαν μπουλούκι προς το ταβάνι “και σε αυτό συνίσταται το problem solving along the way που προανέφερα”.
Σε κάθε βάση αναγράφεται το υποκοριστικό κάθε ηγέτη που συμμετέχει στη διεθνή σύνοδο G20: o Τσίπρας αποκαλείται βέβαια somersault, κοινώς κωλοτούμπας. Ανάλογα ο Τζόνσον, ο Τραμπ…
Σε ένα μπαλόνι συναντάμε και τα αρχικά του JK. Και σε παλιότερο έργο του είχε κόψει τα αρχικά του πάνω σε διαφήμηση ταξιδιωτικού πρακορείου. Διότι πάντα παίζει με τη (μαρξιστική) έννοια του ελεύθερου χρόνου.
Θεωρεί ότι δημιουργεί έργα πολιτικού στοχασμού με καθολική απήχηση. Με την ειδοποιό διαφορά όπως υπογραμμίζει η Άρτεμις «ότι δεν ήρθε εδώ ως Αμερικάνος για να εκφράσει την άποψή του για τα μηχανουργία και την κατάσταση στην περιοχή». Μια τακτική που πολλάκις εφαρμόζει μια πτυχή της αμερικανικής τέχνης που διατηρεί αποικιοκρατικά κατάλοιπα.
“Ο ίδιος απεχθάνεται τις ταμπέλες”, προειδοποιεί η Άρτεμις. Το θέαμα των μπαλονιών (το οποίο συζήτησαν αναλυτικά ο εικαστικός και η Άρτεμις) αγγίζει ένα μικρό παιδί όσο και έναν ηλικιωμένο, τις πρώιμες αισθήσεις, σε πρωτόλειο επίπεδο.
Ο μέσος θεατής δεν το αντιλαμβάνεται εννοιολογικά, αλλά το βιώνει αυθόρμητα, αισθητηριακά, όπως ιδανικά συμβαίνει με την αληθινή τέχνη. “Σε δεύτερη ανάγνωση ανάγονται τα υπόλοιπα επίπεδα των έργων του” συμπληρώνει.
Worldebt
Τόσο πρωτοποριακός ο καλλιτέχνης, που από τις αρχές της νέας χιλιατίας είχε αποφασίσει το Worldebt να πουλιέται στο ίντερνετ, μερικές κάρτες διατίθεντο online για να της αγοράσεις…
Κατά κάποιο τρόπο με αυτό το έργο (δημιουργήθηκε το 1994) και πάλι οικτίρει και στηλιτεύει τον κόσμο ως μονοσήμαντη μηχανή παραγωγής πλούτου και ανισότητας.
Πρόκειται ουσιαστικά για μία εγκατάσταση από 165 μικρές πιστωτικές κάρτες τοποθετημένες μέσα σε πλαίσιο από πλέξι γκλας. Στο μπροστινό μέρος παρουσιάζεται μια εικόνα από τον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο. Από πίσω αναγράφεται ένα δικό του ποιητικό σχόλιο, το ίδιο σε κάθε μία.
Στο The Intermission θα τοποθετηθούν στον τοίχο η μία δίπλα στην άλλη ενώ μόνο μία από αυτές θα στηθεί ανάποδα ώστε να μπορεί να διαβάσει κανείς το εν λόγω αναγραφόμενο σχόλιο.
Ιδού μέρος του κειμένου σε ελεύθερη μεταφορά: Το IMF και η World Bank δημιουργήθηκαν μετά τον πόλεμο για να διασφαλίσουν την ελεύθερη διακίνηση του παγκόσμιου κεφαλαίου… Παρά τις αναφορές τους στην εξάληψη της φτώχιας στον κόσμο, ο άφατος στόχος τους παρέμεινε η ελεύθερη αγορά του καπιταλισμού που θα κορυφωνόταν με την επικράτηση υπερεθνικής επιχειρηματικής ηγεμονίας….
Με 165 έθνη της παγκόσμιας τράπεζας σε χρέος ιδού η νέα εικονογραφημένη world debt κάρτα που υπόσχεται όλες τις πληροφορίες που θα εξασφαλίσει το απαραίτητο lifestyle για όλους…
Χρόνια αργότερα ο Τζον Νάιτ με την γκαλερί Cabinet του Λονδίνου και βέβαια τη Galerie Neu πήγε στο Untitled στη Βασιλεία (κομμάτι της έκθεσης Art Basel) όπου το κάθε booth που παρουσιάζει τεράστια πρότζετκς κοστίζει και την ανάλογη τιμή.
“Εκείνοι λοιπόν ζήτησαν και τους δόθηκε η άδεια να μην πάρουν booth και να τοποθετήσουν αντιθέτως τα world debt διάσπαρτα σε διάφορα σημεία έξω ή μέσα στα περίπτερα άλλων γκαλερί.
Σφαιτερίστηκαν έτσι το χώρο στο Art Basel και πάρα πολύς κόσμος θύμωσε. Γιατί όλοι πληρώνουν πάρα πολλά λεφτά και εκείνοι μπήκαν δωρεάν”, θυμάται η Άρτεμις.Ίσως διότι θα αναιρούσε το πολιτικό σχόλιο εάν εξαγόραζε τη θέση του…
Εξαιρετικά επίκαιρη πάντως η εγκατάσταση σήμερα όπου η αξία του παγκόσμιου ιδιωτικού πλούτου εκτιμάται στα τριακόσια τρισεκατομύρια.
Η διαδικασία της συλλογής
Από την άλλη, οι καλλιτέχνες χρειάζονται τους συλλέκτες τους. Η Άρτεμις στην πραγματικότητα σκέφτεται από την πλευρά του καλλιτέχνη, αναζητώντας την καλύτερη δυνατή αγορά για τις αισθητικές και εμπορικές αναζητήσεις του. “Ανάλογα με τη συλλογή που θέλει κανείς να χτίσει. Μπορεί για παράδειγμα να θέλει να χτίσει μια συλλογή με συγκεκριμένο θέμα”.
Στον εξαιρετικά ελιτίστικο και κλειστό κόσμο της τέχνης μια πολύ κρίσιμη παράμετρος για την πορεία της συμβούλου τέχνης παραμένει “το accessibility, δηλαδή το κάτα πόσο έχει κανείς πρόσβαση ή προτεραιτότητα στα περιζήτητα έργα.
Αν ένας καλλιτέχνης φτιάχνει εκατό έργα το χρόνο, σε περίπτωση που κάνει overproduce, σε αυτά θα έχουν προτεραιότητα ο Αρνό και ο Πινό και οι αντίστοιχοι τεράστιοι συλλέκτες του κόσμου όπως ο Δάκης Ιωάννου. Αυτοί έχουν τη στήριξη από τις γκαλερί διότι έχουν σημαντικές συλλογές που τις γνωρίζει ο κόσμος”, διευκρινίζει η Άρτεμις Μπαλτογιάννη.
Πέρα όμως από την πληροφορία και την πρόσβαση, “έχει σημασία και η ικανότητα να διακρίνεις ποιο έργο είναι πιο σημαντικό από το άλλο. Και αυτό προκύπτει από “έναν συνδυασμό εμπειρίας και γνώσης”.
Παρότι πρόκειται για αέναη διαδικασία, η Άρτεμις έχει ήδη κερδίσει μεγάλο έδαφος. Καταρχήν με τις σπουδές της στο Goldsmith στο Λονδίνο και πιο ειδικά στην κατεύθυνση art business στο NYU της Νέας Υόρκης.
Ύστερα έμεινε εκεί και εργάστηκε για την καλλιτέχνη Ελίζαμπεθ Πέιτον (έργο της διαθέτει το ΜοΜΑ) και για την Paul McCabe Fine Art advisory services του συμβούλου τέχνης στη Νέα Υόρκη Πολ Μακέιμπ ενώ σύντομα προβιβάστηκε σε διευθύντρια στη γκαλερί Venus Over Manhattan του συλλέκτη Άνταμ Λίντεμαν.
“Κάποια στιγμή νόμιζα ότι ζούσα μια πολύ ενήλικη ζωή που ένιωθα δεν με αντιπροσωπεύε αφού ήμουν μονο εικοσί τριών ετών “, θυμάται η Άρτεμις. Τα άφησε όλα στον αέρα, πήρε ένα backpack και στην κυριολεξία γύρισε τον κόσμο ολομόναχη για έξι μήνες για να δοκιμάσει, μεταξύ άλλων, να αφοσιωθεί στο σερφ. “Γιατί μικρή πίστευα ότι θα γίνω αθλήτρια και ότι με περιόρισαν αναγκάζοντάς με να σπουδάσω”.
Πρώτος σταθμός το Λος Άντζελες και από εκεί η Νέα Ζηλανδία, η Αυστραλία, η Ινδία, οι Μαλδίβες, η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ και η Σρι Λάνκα, ο πιο ωραίος από όλους. “Ύστερα βαρέθηκα να κάνω σερφ και να γνωρίζω κόσμο, σίγουρα δεν ήθελα τελικά να γίνω αθλήτρια”, παραδέχεται με χιούμορ.
Από τότε μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στο Λος Άντζελες και την Αθήνα αλλά αυτή η τζετ σετ παράμετρος της ζωής της δεν εκμαυλίζει την ποιότητά της.
Πολύ περισσότερο από trophy art
Ορισμένες φορές λειτουργεί μοιραία με επενδυτικό πνεύμα “όταν ένας συλλέκτης θέλει να βεβαιωθεί ότι η συλλογή που δημιουργεί μια μέρα θα αποκτήσει μεγαλύτερη αξία”. Παρότι δεν συνεργάζεται ακόμη με mega collectors, που έχουν ιδρύματα ή συλλογή σε δημόσια έκθεση, ανάμεσα στους δέκα πέντε συνολικά συλλέκτες της “υπάρχουν δύο που αγοράζουν διαρκώς”.
Ο νεώτερος έχει ηλικία λίγο πάνω από τα τριάντα και οι υπόλοιποι μια δεκαετία μεγαλύτεροι. Αξιοπερίεργο ότι “δεν έχω κανέναν Αμερικάνο πελάτη στο Λος Άντζελες. Οι περισσότεροι είναι χαρακτηριστικά mixed”.
Στη διεθνή σκηνή της σύγχρονης τέχνης, μπορεί να περάσουν άνθρωποι από όλες τις εθνικότητες αλλά αυτό σίγουρα δεν αντιπροσωπεύει σωστά όλες τις εθνικότητες. Η τέχνη παραμένει κυρίαρχα δυτική. Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια συστηματική να δοθεί λόγος και σε άλλα μέρη”.
Στη Frieze στο Λονδίνο για παράδειγμα υπήρχε ειδικό αφιέρωμα για τους αφροαμερικανούς καλλιτέχνες.
“Έχει γίνει όμως σχεδόν της μόδας η προσπάθεια αυτή. Υπάρχει δυνατή παραγωγή αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι αναγνωρίζεται σωστά. Δηλαδη πραγματικά έπρεπε κάτι να αλλαξει διότι υπήρχαν ομάδες ανθρώπων που η καλλιτεχνική τους αξία, για να μην μιλήσω για άλλη, δεν είχε ευκαιρίες πρόσβασης. Αλλά το inclusiveness έγινε της μόδας, η σωστή διόρθωση δεν ξέρω αν έχουμε καταλάβει τι σημαίνει”.
Οπωσδήποτε, θα μπορούσε κανείς να προσθέσει, η καλλιτεχνική βαρύτητα πρέπει να διαχωρίζεται από το πολιτικά ορθό. Ταυτόχρονα οι επαγγελματίες της τέχνης διακρίνονται πλέον από μια μανιώδη αναζήτηση της καινοτομίας, πέρα από την γεωγραφική αναζήτηση.
“Τώρα μπαίνουμε σε βαθειά νερά αλλά θεωρώ ότι το novelty και το πρωτοποριακό δεν θα έπρεπε απαραίτητα να αποτελεί από μόνο του στοιχείο που καθορίζει εάν κάτι κρίνουμε αξιοπρόσεχτο. Πολλές φορές γίνονται της μόδας καλλιτέχνες και πιάνουν από το πουθενά αστρονομικές τιμές αλλά αν έχεις παρακολουθήσει συστηματικά την ιστορία της τέχνης σου σηκώνεται η τρίχα”.
Ως προς τη διαχρονικότητα ενός έργου, “σε μεγάλο βαθμό λέω κοιτάξτε τους επιμελητές, μην κοιτάτε μόνο την αγορά αλλά και τα μουσεία”, επισημαίνει.
“Σήμερα τα μουσεία δεν είναι πεθαμένα μέρη. Δεν προλαβαίνουν να παρουσιάσουν έναν ανερχόμενο young artist μετά τον άλλον. Έχει ενδιαφέρον να βλέπεις περιπτώσεις όπου συμπίπτει η αγορά με τους curators και τα μουσεία”, εξηγεί.
“Οι γνώστες συνειδητοποιούν ότι αυτό μπορεί να προσφέρει κάτι περισσότερο στην ιστορία της τέχνης αλλά να λειτουργεί και σε ένα επίπεδο που το ευρύ κοινό κατανοεί. Και ειδικά για μία ιδιωτική συλλογή, θεωρώ αυτό ένα καλό σημείο να βρίσκεται κανείς”.
Πληροφορίες: η νέα έκθεση Worldebt εγκαινιάζεται την 1η Νοεμβρίου στο The Intermission, Πολυδεύκους 37Α, Πειραιάς. Θα διαρκέσει ως τις 30 Νοεμβρίου 2019.